
Εἶχα ξεκινήσει γιὰ τὸ ἰδιαίτερα ἀγαπητό μου μέρος ἀρκετὴ ὦρα πρίν καὶ ἀργὰ ἀργὰ τώρα πλησίαζα. Ἄν καὶ θεωροῦσα ὅτι ἤμουν προετοιμασμένος ψυχολογικά, πώς τὰ πράγματα δὲν θὰ ἦταν πιὰ τὰ ἴδια, φθάνοντας ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ μιὰ ἀγωνία ἄρχισε νὰ μὲ καταλαμβάνει, ὁπότε μείωσα ταχύτητα καὶ βυθίστηκα σε σκέψεις. Ἀκόμα περιτριγυριζόμουν ἀπὸ τὴν πυκνὴ καταπράσινη βλάστηση ποὺ ὑψωνόταν στὶς ἀπότομες πλαγιὲς τῶν βουνῶν γύρω μου μὲ τὶς πλούσιες ἀποχρώσεις τοῦ πρασίνου, ἀπομυζῶντας ἔτσι ἀκόμα τὰ αἰσθήματα ποὺ ἀποπνέουν, ὅπως γαλήνη καὶ ἐλπίδα. Ὅμως σύντομα μετὰ ἀντίκρυσα τὸ ὅριο, τὸ μεταίχμιο, ποὺ εἶχε πιὰ στηθεῖ ἐκεῖ σὰν διαχωριστικὸ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς!
Ἀφοῦ συνέχισα νὰ προχωρῶ γιὰ λίγο ἀκόμα, ξαφνικὰ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τὰ πάντα χάθηκαν… σὰν νὰ βρέθηκα σὲ ἕνα κόσμο διαφορετικό, σὰν νὰ βίωσα μιὰ ἀνώμαλη προσγείωση, ὄχι στὴ γῆ, ἀλλὰ πιὸ χαμηλά, πολύ πιὸ χαμηλά! Τὸ ἔγχρωμο πράσινο τοπίο εἶχε χαθεῖ καὶ ἕνα νέο τοπίο ξεπρόβάλλε πλέον… ἀσπρόμαυρο: τὸ μαῦρο προερχόταν ἀπὸ τὶς ἀτελείωτες στήλες κάρβουνου ποῦ ὑψώνονταν ἤ εἶχαν σωριαστεῖ παντοῦ τριγύρω, ἐνῶ τὸ ἄσπρο ἦταν ἀπὸ τὶς πέτρες τοῦ γυμνοῦ ἐδάφους ποὺ βρίσκονταν περιτριγυρισμένες ἀπὸ τὴν στάχτη ποὺ ἀπλωνόταν παντοῦ γύρω. Τίποτα ζωντανὸ δὲν διακρινόταν σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ ἀπὸ τοὺς πρόποδες τῶν βουνῶν μέχρι τὶς κορυφογραμμές. Μιὰ ἀμυδρὴ μυρωδιὰ καμμένου ἀκόμα διαπότιζε τὴν ἀτμόσφαιρα. Παντοῦ ὁ θάνατος, ἡ νέκρωση, ἡ σιγή! Τὸ θρόισμα τῶν φύλλων εἶχε σιωπήσει ἐντελῶς, πουλιὰ δὲν ὑπήρχαν νὰ κελαηδήσουν, τίποτα δὲν κινοῦταν. Μὲ ἁπλὰ λόγια, ὅτι εἶχε δημιουργήσει ὁ Θεὸς μέσα σὲ χιλιάδες χρόνια, τὸ εἶχε ἀφανίσει ὁ ἄνθρωπος παντελῶς σὲ λίγες μόνο ὧρες. Μοῦ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ σταθῶ ἀπαθῆς συναισθηματικὰ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ ἀπόκοσμο θέαμα ποὺ εἶχε βίαια κατακλύσει τὴν περιοχὴ στὴ θέση τοῦ μέχρι πρότινος μαγευτικοῦ παραδείσου καὶ ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατήσω κάποια δάκρυα ποὺ κύλησαν μέχρι νὰ βρέξουν τὶς στάχτες γύρω ἀπὸ τὰ πόδια μου!
Καθὼς στεκόμουν ὡς ἕνας ζωντανὸς μέσα στὸν Ἅδη, τὸ θέαμα τῶν νεκρῶν δένδρων κυριολεκτικὰ μου προξενοῦσε μιὰ δύσπνοια, ἴσως λόγω τοῦ λογικοῦ συνειρμοῦ ὅτι χωρὶς αὐτά, τὶς πηγὲς τοῦ ὀξυγόνου μας, ἄν συνεχίσουμε τὴν καταστροφή τους, στὸ τέλος δὲν θὰ μποροῦμε οὔτε ἐμεῖς νὰ ἀναπνεύσουμε. Τότε, μπροστὰ στὴν ἀπογυμνωμένη ἀπὸ τὸ καταπράσινο χιτώνα της γῆ, ποὺ λίγο πρὶν τὴν γέμιζε ζωή, τὴν καλλώπιζε, τὴν προστάτευε ἀπὸ τὶς βροχοπτώσεις, ἀναλογίστηκα τὴν δική μας πνευματικὴ γύμνια. Τὴν γύμνιά μας ἀπὸ τὶς ἀρετές, ποὺ μᾶς δημιούργησε ὁ Θεὸς νὰ κατακτήσουμε, ἔχοντάς μας χαρίσει τὴν κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Του ψυχή, ἀλλὰ ἐμεῖς σὰν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ἐπιμένουμε νὰ εἴμαστε δυσκίνητοι νὰ τὶς καλλιεργήσουμε καὶ νὰ ἀξιοποιήσουμε τὰ πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποία μὰς στόλισε ὁ Θεός. Ἐπιμένουμε νὰ μὴν τηροῦμε τὶς ἐντολές Του καὶ νὰ τρῶμε τὸν ἀπαγορευμένο καρπό.
Τὸ ἀκόμα ὅμως χειρότερο καὶ πιὸ καταστροφικὸ συμβαίνει στὴν ἐποχή μας, μὲ τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν δέχεται τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ δίνει ὁ Θεὸς μετὰ τὴν πτώση του νὰ φορέσει τους δερμάτινους χιτώνες καὶ νὰ καλύψει ἔτσι τὴν γύμνιά του αὐτή, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ προχωρήσει καὶ πάλι εἰς τὸ ἐξῆς πρὸς τὸν ἅγιο σκοπό του, δηλαδὴ νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Σὰν τὸ νέο γαϊδουράκι ποὺ δὲν θέλει νὰ τὸ σαμαρώσουν καὶ ἀντιδρά, ἔτσι καὶ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ φορέσει ἐσωτερικὰ τὸ χιτώνα τῆς ταπείνωσης, τῆς σεμνότητας, τῆς εὐσεβείας, καὶ ἔτσι νὰ μπορέσει νὰ προοδεύσει ἐν Θεό, καὶ αὐτὸ φαίνεται τώρα πιὰ καὶ ἀπὸ τὴν τόσο ἔκδηλη ἐξωτερική του γύμνια. Ὅ σημερινὸς ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ καλύψει τὸ σώμα του καὶ νὰ τὸ προστατέψει ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν γύρω του μέσα στὸν μεταπτωτικὸ ἐμπαθὴ κόσμο, γιατὶ καὶ μέσα του δὲν θέλει νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνδύοντας τὴν ψυχή του μὲ τὴν θεία χάρη Του.
Αὐτὴ τελικὰ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, ὁδηγεῖ καὶ στὴν ἀπογύμνωση ὅλου τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος: μὲ τὴ μόλυνσή αὐτοῦ καὶ ὑπερεκμετάλλευσή του (π.χ. παράνομες ἐκχερσώσεις, παράνομο κυνήγι, παράνομο ψάρεμα) χάνονται πολλὰ εἴδη τοῦ φυτικοῦ καὶ ζωικοῦ βασιλείου, ἐνῶ μὲ τὰ ἀνθρώπινα ἔργα (π.χ. ὀρυχεῖα, ἀνεμογεννήτριες, δρόμοι, παντὸς εἴδους κτίρια) ἀλλοιώνεται τὸ φυσικὸ τοπίο καὶ χάνονται τεράστιες ἐκτάσεις του. Στὴν καταστροφικὴ ἐπίδραση τοῦ ἀνθρώπου ὑποπίπτουν καὶ οἱ αἰτίες ὅλων σχεδὸν τῶν πυρκαγιῶν, εἶτε ἀπὸ ἰδιοτελὴ κίνητρα, εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀνευθυνότητα καὶ ἀδιαφορία. Τὸ ἀπόκοσμο ξεγυμνωμένο τοπίο ποὺ ἔχει ἀφήσει πίσω της ἡ πύρινη λαίλαπα τὸ ὁποῖο σοῦ κόβει τὴν ἀνάσα εἶναι ἐκεῖ στὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ μᾶς θυμιζεῖ τὸν ἔρημο ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀμετανόητου ἀνθρώπου, ποὺ ἐπιμένει νὰ μὴν θέλει νὰ βάλει τὸν Σωτήρα Χριστὸ στὴ ζωή του, σὰν νὰ μὴν θυσιάστηκε ποτέ καὶ νὰ μὴν ἀναστήθηκε γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς.